φλυαρώ

φλυαρώ
φλυαρῶ, -έω, ΝΑ, και ιων. τ. φλυηρῶ Α
λέω πολλά και περιττά, λέω φλυαρίες, είμαι φλύαρος, είμαι πολυλογάς
νεοελλ.
1. συζητώ ασήμαντα πράγματα
αρχ.
1. (μτβ.) ξεστομίζω πολλές ανοησίες εις βάρος ενός ατόμου
2. (κατ' επέκτ.) ενεργώ με ανόητο τρόπο
3. παθ. φλυαροῡμαι, -έομαι
εμπαίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μετονοματικό παρ. τής λ. φλύαρος (Ι). Έχει διατυπωθεί, ωστόσο, και η άποψη ότι το ρ. φλυαρῶ έχει προέλθει απευθείας από το ρ. φλύω με κάποια δυσερμήνευτη εκφραστική παρέκταση (βλ. λ. φλύαρος[II]). Το -η- τού τ. φλυηρῶ, αντί τού μακρού --, που έχει διατηρηθεί σε όλους τους τ. τής οικογένειας αυτής, οφείλεται πιθ. σε μια γενίκευση τής τάσης τής Ιωνικής να αντικαθιστά το -α- με -η-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φλυαρώ — φλυαρώ, φλυάρησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φλυαρώ — φλυάρησα 1. μτβ. και αμτβ., λέω πολλά και χωρίς να τα σκέφτομαι, μιλάω περιττά και κουραστικά, πολυλογώ, γλωσσοκοπανώ, λέω ανοησίες. 2. (για άψυχα), θορυβώ, ηχώ αδιάκοπα: Στις πλαγιές που τ αυλάκια φλυαρούν (Ι. Ζερβός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλυαρῶ — φλυᾱρῶ , φλυαρέω talk nonsense pres subj act 1st sg (attic epic doric) φλυᾱρῶ , φλυαρέω talk nonsense pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλυάρῳ — φλυά̱ρῳ , φλύαρος silly talk masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεροκουβεντιάζω — φλυαρώ, αερολογώ …   Dictionary of Greek

  • ενοινοφλύω — ἐνοινοφλύω (Α) φλυαρώ πίνοντας κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ένοινος + φλύω «φλυαρώ»] …   Dictionary of Greek

  • επιφλύω — ἐπιφλύω (Α) φλυαρώ εναντίον κάποιου, τόν λοιδορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλύω, παράλλ. τ. τού φλέω «πλημμυρίζω, φλυαρώ»] …   Dictionary of Greek

  • καταστωμύλλομαι — (Α) 1. φλυαρώ υπερβολικά, πολυλογώ 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστωμυλμένος, η, ον φλύαρος, πολυλογάς 3. (το ουδ. πληθ. τής μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ κατεστωμυλμένα πράγματα που έχουν επαναληφθεί φλύαρα πολλές φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • καταφλυαρώ — καταφλυαρῶ, έω (AM) (επιτ. τ. τού φλυαρώ) φορτώνω ή γεμίζω κάποιον με φλυαρίες («Ἑλλάνικός τε καὶ Ἡρόδοτος καὶ Εὔδοξος κατεφλυάρησαν ἡμῶν», Στράβ.) αρχ. φλυαρώ, λέω πολλά για κάποιον …   Dictionary of Greek

  • πηλαλώ — και πιλαλώ, άω, Ν τρέχω πολύ γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἀπηλάλησα τού ἀπολαλῶ «φλυαρώ», ενώ κατ άλλους από το μσν. ἐπιλαλῶ (φλυαρώ, απ όπου και η γρφ. πιλαλώ). Τέλος, σύμφωνα με μια άλλη άποψη, από το αρχ. ἐπελαύνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”