- φλυαρώ
- φλυαρῶ, -έω, ΝΑ, και ιων. τ. φλυηρῶ Αλέω πολλά και περιττά, λέω φλυαρίες, είμαι φλύαρος, είμαι πολυλογάςνεοελλ.1. συζητώ ασήμαντα πράγματααρχ.1. (μτβ.) ξεστομίζω πολλές ανοησίες εις βάρος ενός ατόμου2. (κατ' επέκτ.) ενεργώ με ανόητο τρόπο3. παθ. φλυαροῡμαι, -έομαιεμπαίζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μετονοματικό παρ. τής λ. φλύαρος (Ι). Έχει διατυπωθεί, ωστόσο, και η άποψη ότι το ρ. φλυαρῶ έχει προέλθει απευθείας από το ρ. φλύω με κάποια δυσερμήνευτη εκφραστική παρέκταση (βλ. λ. φλύαρος[II]). Το -η- τού τ. φλυηρῶ, αντί τού μακρού -ᾱ-, που έχει διατηρηθεί σε όλους τους τ. τής οικογένειας αυτής, οφείλεται πιθ. σε μια γενίκευση τής τάσης τής Ιωνικής να αντικαθιστά το -α- με -η-].
Dictionary of Greek. 2013.